εὐκατάληπτος

Revision as of 10:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A easy to apprehend or recognize, Erot.Praef., Heliod. ap. Orib. 46.28.3, Artem.1.1a, etc.    II Adv. -τως, ἔχειν to be easily bandaged by κατάληψις (q.v.), Hp.Off.9.    III easy to capture, of cities, Hsch. s.v. διατειχίζειν.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht zu fassen, Schol. Aesch. Pers. 464 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάληπτος: -ον, εὐκόλως κατανοούμενος, Ἀρτεμίδωρ. 1. προοίμ., Ἱππ. κλ. - Ἐπίρρ. τως, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐκατάληπτος, -ον)
αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευκολονόητος
αρχ.
αυτός που συλλαμβάνεται, που κυριεύεται εύκολα.
επίρρ...
εὐκαταλήπτως (Α)
φρ. «εὐκαταλήπτως ἔχει»
(για τραύμα) η εύκολη επίδεση, μετά τη συγκράτηση της ροής του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-ληπτος (< κατα-λαμβάνω)].