ἀλφώδης
English (LSJ)
ες,
A leprous, Gal.6.243, Vett.Val.13.2.
German (Pape)
[Seite 112] ες, damit behaftet, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφώδης: -ες, (ἀλφός) λεπρός, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ες
1 leproso Gal.6.243, Vett.Val.13.2.
2 uarius, Gloss.3.180.
Greek Monolingual
ἀλφώδης, -ες (Α)
λεπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλφός + παραγ. κατάλ. -ώδης].