ου, ὁ,
A player, executant, PGen.73.5 (ii/iii A. D.).
παίστης, ο (Α)εκτελεστής μουσικού έργου.[ΕΤΥΜΟΛ. < παίζω (πρβλ. αόρ. ἔ-παισ-α) + επίθημα -της].