βρεκτέον
English (LSJ)
A one must soak, Gp.3.8.
Greek (Liddell-Scott)
βρεκτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὑγράνῃ, νὰ βρέξῃ. Γεωπ. 3.8.
Spanish (DGE)
hay que empapar τὸν σῖτον Gp.3.8.
A one must soak, Gp.3.8.
βρεκτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὑγράνῃ, νὰ βρέξῃ. Γεωπ. 3.8.
hay que empapar τὸν σῖτον Gp.3.8.