διαδοτέος

Revision as of 15:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

έα, έον,

   A to be published, Isoc.12.233.    II διαδοτέον one must distribute, Pl.Ti. 19a.

Greek (Liddell-Scott)

διαδοτέος: έα, έον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ διαδώσῃ ἢ κοινολογήσῃ, Ἱσοκρ. 281Β. ΙΙ. διαδοτέον, πρέπει τις νὰ διανείμῃ, νὰ διαμοιράσῃ, Πλάτ. Τιμ. 19Α.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut publier.
Étymologie: adj. verb. de διαδίδωμι.

Spanish (DGE)

-α, -ον que debe ser entregado Isoc.12.233.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαδοτέος -α -ον, adj. verb. van διαδίδωμι, die/dat gepubliceerd moet worden, te publiceren; n. onpers. διαδοτέον er moet verdeeld worden.

Russian (Dvoretsky)

διαδοτέος: adj. verb. к διαδίδωμι.