μετακλείω
English (LSJ)
A call by a new name, A.R.2.296:—also μετα-κλῄζω, poet. aor. μετακλήϊσσαν Euph.176.
German (Pape)
[Seite 148] = Vorigem, Στροφάδας δὲ μετακλείουσ' ἄνθρωποι, Ap. Rh. 2, 296.
Greek (Liddell-Scott)
μετακλείω: καλῶ μὲ νέον ὄνομα, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 296· μὲ ποιητ. ἀόρ., μετεκλήισσαν παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 665. 45.
Greek Monolingual
μετακλείω, ποιητ. τ. μετακλῄζω (Α)
δίνω νέο όνομα, μετονομάζω.