μετακλείω

Revision as of 17:58, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A call by a new name, A.R.2.296:—also μετα-κλῄζω, poet. aor. μετακλήϊσσαν Euph.176.

German (Pape)

[Seite 148] = Vorigem, Στροφάδας δὲ μετακλείουσ' ἄνθρωποι, Ap. Rh. 2, 296.

Greek (Liddell-Scott)

μετακλείω: καλῶ μὲ νέον ὄνομα, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 296· μὲ ποιητ. ἀόρ., μετεκλήισσαν παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 665. 45.

Greek Monolingual

μετακλείω, ποιητ. τ. μετακλῄζω (Α)
δίνω νέο όνομα, μετονομάζω.