συνοικείωσις

Revision as of 18:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A binding together, bringing into combination, in Astrol. sense, Ptol.Tetr.50, Cat.Cod.Astr.1.114.    2 a figure in Rhetoric, whereby heterogeneous things were combined or attributed to one person. Arist.Rh.Al.1425b38, Rutil.2.9, Quint.Inst.9.3.64.    3 allegorical identification, in pl., Phld.Piet.14, 15.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικείωσις: ἡ, τὸ συνοικειοῦν, συνάπτειν, συνδυασμός, ἐπὶ ἀστρολογικῆς σημασίας, Πτολ. Τετράβ. 1, σ. 50, κτλ. 2) σχῆμα ῥητορικόν, δι’ οὗ ἑτερογενῆ πράγματα συνδέονται ἢ ἀποδίδονται εἰς τὸ αὐτὸ πρόσωπον, Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 4, 1, Rutil. Lup. 2. 9, Quintil, 9. 3, 64.

Russian (Dvoretsky)

συνοικείωσις: εως ἡ досл. сближение, рит. связывание, сочетание (μὴ προσόντων Arst.).