κομβόω

Revision as of 21:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A bind up, fasten, Gloss.:—Med., gird oneself, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κομβόω: «κουμπώνω», Γλωσσ.· κ. τὸ σῶμα Ἐκκλ. ― Μέσ. «κουμπώνομαι». ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κουμβώσασθαι· στολίσασθαι»· πρβλ. ἐγκομβύομαι. ΙΙ. παγιδεύω, ἐξαπατῶ, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

nouer.
Étymologie: κόμβος.