νεκροφάγος

Revision as of 22:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A eating corpses or carrion, ὄρνιθες D.C.47.40.

German (Pape)

[Seite 238] Leichname, Aas fressend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων νεκρὰ σώματα, ὄρνιθες Δίων Κ. 47. 40.

Greek Monolingual

-ο (Α νεκροφάγος, -ον)
(για ζώα και έντομα) αυτός που τρώγει πτώματα («νεκροφάγοι ὄρνιθες», Δίων, Κ.)
νεοελλ.
ζωολ. κατηγορία κολεόπτερων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. σαρκο-φάγος, ωμο-φάγος.