νεκταροσταγής
English (LSJ)
ές, (στάζω)
A dropping nectar, Ar.Fr.579, Eub.124.
German (Pape)
[Seite 238] ές, Nektar träufelnd, von edlem Wein, Eubul. bei Ath. I, 28 f.
Greek (Liddell-Scott)
νεκτᾰροστᾰγής: -ές, (στάζω) ὁ στάζων νέκταρ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 4.
Greek Monolingual
νεκταροσταγής, -ές (Α)
αυτός που σταλάζει νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -σταγής (< θ. σταγ- του στάζω, πρβλ. σταγ-ῆναι), πρβλ. δακρυ-σταγής, μυρο-σταγής].
Russian (Dvoretsky)
νεκτᾰροστᾰγής: струящий капли нектара (οἶνος Arph.).