καταπυρπολέω
English (LSJ)
A waste with fire, Ar.Th.243 (Pass.), Plb.5.19.8, Palaeph.52 (Pass.), Phalar.Ep.104.
German (Pape)
[Seite 1373] ganz verbrennen; Ar. Th. 243; Pol. 5, 19, 8.
Greek (Liddell-Scott)
καταπυρπολέω: καταστρέφω ἢ ἐρημώνω διὰ πυρός, πυρπολῶ, κατακαίω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 243, Πολύβ. 5. 19, 8.
Russian (Dvoretsky)
καταπυρπολέω: сжигать (πάντα Polyb.): καταπεπυρπολημένος Arph. обгоревший.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πυρπολέω vernietigen met vuur.