κολυμβητέον
English (LSJ)
A one must swim, Sch.Pl.R.453d.
Greek (Liddell-Scott)
κολυμβητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κολυμβᾶν, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σελ. 404 Bekk.
A one must swim, Sch.Pl.R.453d.
κολυμβητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κολυμβᾶν, Σχόλ. εἰς Πλάτ. σελ. 404 Bekk.