ἀναπλατύνομαι

Revision as of 14:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῡ],

   A to be spread wide, Plu.Daed.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλατύνομαι: παθ., ἐπεκτείνομαι εἰς πλάτος, «νὺξ δὲ οὐδέν ἐστιν ἄλλο πλὴν σκιὰ γῆς, ὅταν γὰρ πλησιάσασα ταῖς δυσμαῖς ἀποκρύψῃ τὸν ἥλιον, ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα» Πλουτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Πρ. Εὐαγγ. 84D.

Spanish (DGE)

desplegarse, avanzar νὺξ ... ἀναπλατυνομένη μελαίνει τὸν ἀέρα Plu.Fr.157.4.