χαλκουργία

Revision as of 14:48, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A working in bronze, Poll.7.104.

German (Pape)

[Seite 1332] ἡ, das Arbeiten in Kupfer (?).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκουργία: ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν χαλκὸν ἢ τὸν ὀρείχαλκον, τὸ ἔργον τοῦ χαλκουργοῦ, Πολυδ. Ζ΄, 104.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χαλκουργός
η τέχνη και το επάγγελμα του χαλκουργού.