ἀκροποδητί

Revision as of 14:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

or ἀκρο-ῑτί [τῑ], Adv., (πούς)

   A on tiptoe, Luc.Prom.1, DMar.14.3,al.

German (Pape)

[Seite 84] (unrichtig -ποδιτί), auf den Zehen, Luc. oft, z. B. βαδίζειν D. mort. 27, 5; ἑστάναι Prom. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροποδητί: ἢ -ῑτί [τῑ], ἐπίρρ. (ποὺς) ἐπὶ ἄκρων τῶν ποδῶν βαίνειν, λάθρᾳ, ἡσύχως, Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
sur la pointe du pied.
Étymologie: ἄκρος, πούς.

Spanish (DGE)

de puntillas Luc.Prom.1, DMar.14.3.

Greek Monolingual

(Α ἀκροποδητὶ και -ιτί)
στις μύτες, στα νύχια τών ποδιών, αθόρυβα, κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πούς.

Greek Monotonic

ἀκροποδητί: ή -ῑτί, επίρρ. (πούς), στις μύτες, στα νύχια των ποδιών, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροποδητί: adv. на цыпочках (ἑστάναι, βαδίζειν Luc.).

Middle Liddell

πούς
on tiptoe, Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκροποδητί ἄκρος, πούς adv., op de tenen.