ἀλευρομαντεῖον

Revision as of 15:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,

   A divination from flour, Oenom. ap. Eus.PE5.25.

German (Pape)

[Seite 93] τό, Prophezeihung aus Mehl, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλευρομαντεῖον: τό, πρόρρησις δι’ ἀλεύρου, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 219.

Spanish (DGE)

-ου, τό vaticinio por harina Oenom.7.20.

Greek Monolingual

ἀλευρομαντεῑον, το (Μ) ἀλευρόμαντις
το μάντεμα με αλεύρι, η αλευρομαντεία.