μητροκολωνεία
English (LSJ)
ἡ,
A mother-colony, i.e. colonial metropolis, of Palmyra, OGI646.11 (iii A.D.).
Greek Monolingual
μητροκολωνεία, ἡ (Α)
(για την Παλμύρα) αποικιακή μητρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κολωνεία «αποικία»].
ἡ,
A mother-colony, i.e. colonial metropolis, of Palmyra, OGI646.11 (iii A.D.).
μητροκολωνεία, ἡ (Α)
(για την Παλμύρα) αποικιακή μητρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κολωνεία «αποικία»].