καταβρώσομαι
English (LSJ)
fut. of καταβιβρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
καταβρώσομαι: μέλλ. τοῦ καταβιβρώσκω.
Greek Monotonic
καταβρώσομαι: μέλ. του καταβιβρώσκω.
fut. of καταβιβρώσκω.
καταβρώσομαι: μέλλ. τοῦ καταβιβρώσκω.
καταβρώσομαι: μέλ. του καταβιβρώσκω.