μερμέριος

Revision as of 09:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ον, = sq.,

   A κακόν Luc.Lex.11 (nisi leg. Τερμέριον), cf. Them.Or.21.261b.

German (Pape)

[Seite 135] poet. = Folgdm, Jacobs Anth. Pal. 663; κακόν, ein großes Uebel, Luc. Lexiph. 11. Vgl. τερμέριος.

Greek (Liddell-Scott)

μερμέριος: -α, -ον, σπάνιος τύπος τοῦ ἑπομ., ἀλλ’ ἴδε ἐν λέξ. Τερμέρειον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. μέρμερος.

Greek Monolingual

μερμέριος, -ία, -ον (Α)
βλ. μέρμερος.

Russian (Dvoretsky)

μερμέριος: Luc. = μέρμερος.