μερμέριος
English (LSJ)
α, ον, = sq.,
A κακόν Luc.Lex.11 (nisi leg. Τερμέριον), cf. Them.Or.21.261b.
German (Pape)
[Seite 135] poet. = Folgdm, Jacobs Anth. Pal. 663; κακόν, ein großes Uebel, Luc. Lexiph. 11. Vgl. τερμέριος.
Greek (Liddell-Scott)
μερμέριος: -α, -ον, σπάνιος τύπος τοῦ ἑπομ., ἀλλ’ ἴδε ἐν λέξ. Τερμέρειον.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. μέρμερος.
Greek Monolingual
μερμέριος, -ία, -ον (Α)
βλ. μέρμερος.
Russian (Dvoretsky)
μερμέριος: Luc. = μέρμερος.