pf. inf. Pass. of παραβαίνω.
παραβεβάσθαι: ἀπαρ. παθ. πρκμ. τοῦ παραβαίνω.
παραβεβάσθαι: απαρ. Παθ. παρακ. του παραβαίνω.
παραβεβάσθαι inf. perf. med. van παραβαίνω.