ῥεθομαλίδας
English (LSJ)
α, ὁ, (μῆλον (B))
A with cheeks like apples, Alc.150.
German (Pape)
[Seite 837] ὁ, mit einem Apfelgesicht, apselwangig, mit runden, rothen Wangen, Alcae. lyr. b. VLL.; vgl. Schol. Il. 22, 68, wo es durch εὐπρόσωπος erkl. wird.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σα μήλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέθος «πρόσωπο» + μᾱλον / μῆλον + κατάλ. -ίδης].