γυμνητεία

Revision as of 17:05, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

(

   A v.l. -ητία), ἡ, light-armed troops, Th.7.37.    II nakedness, Corn.ND15; going unclothed, as a symptom of insanity, Ptol.Tetr.170.

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, die Nacktheit, Sp., s. γυμνητία.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνητεία: ἡ, γυμνότης, Εὐστ. Πονημ. 190. 43, κτλ. 2) οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι, εὔζωνοι στρατιῶται, Θουκ. 7, 37.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
troupes légères.
Étymologie: γυμνητεύω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): γυμνι- Mac.Aeg.Serm.B.12.1.4
1 infantería ligera οἱ ἱππῆς καὶ ἡ γ. τῶν Συρακοσίων Th.7.37.
2 desnudez de las Gracias, Corn.ND 15, cf. Mac.Aeg.l.c., como síntoma de locura, Ptol.Tetr.3.15.5.

Greek Monolingual

η (AM γυμνητεία) γυμνητεύω
η γύμνια
αρχ.
στρατιώτες ελαφρά οπλισμένοι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνητεία -ας, ἡ [γυμνητεύω] lichtgewapende infanterie.

Russian (Dvoretsky)

γυμνητεία: ἡ гимнеты, легковооруженные войска Thuc.