Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
P. and V. σῖτος, ὁ, P. τὰ ἐπιτήδεια, ἐδώδιμα, τά; see food. provisions.