αἰσχροκερδία
English (LSJ)
A = αἰσχροκέρδεια, Diph.99, cf. Hdn.Gr.2.453.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχροκερδία: ἡ, ἴδε ἐν λ. αἰσχροκέρδεια.
Spanish (DGE)
v. αἰσχροκέρδεια.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχροκερδία: ἡ v. l. = αἰσχροκέρδεια.
A = αἰσχροκέρδεια, Diph.99, cf. Hdn.Gr.2.453.
αἰσχροκερδία: ἡ, ἴδε ἐν λ. αἰσχροκέρδεια.
v. αἰσχροκέρδεια.
αἰσχροκερδία: ἡ v. l. = αἰσχροκέρδεια.