αἰθαλωτός
English (LSJ)
ή, όν, A burnt to ashes, Lyc.338.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθαλωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. κεκαυμένος μέχρι τέφρας, Λυκόφρ. 338.
Spanish (DGE)
(αἰθᾰλωτός) -ή, -όν incendiado, reducido a cenizas πάτρα Lyc.338.
ή, όν, A burnt to ashes, Lyc.338.
αἰθαλωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. κεκαυμένος μέχρι τέφρας, Λυκόφρ. 338.
(αἰθᾰλωτός) -ή, -όν incendiado, reducido a cenizas πάτρα Lyc.338.