undisputed
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. ἀναμφισβήτητος, ὁμολογούμενος, οὐκ ἀντίλεκτος; see certain.
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
P. ἀναμφισβήτητος, ὁμολογούμενος, οὐκ ἀντίλεκτος; see certain.
undisputed succession: P. ἀγχιστεία ἀνεπίδικος, ἡ (Isaeus).