δεκάπληγος
English (LSJ)
ἡ, A the ten plagues, of Egypt, PMag.Par.1.3037.
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, die zehn Plagen Aegyptens, Or. Sib.; Ol. Alex.; τὸ δ. Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάπληγος: ὁ, καὶ ἡ, αἱ δέκα πληγαὶ τῆς Αἰγύπτου, Σιβυλ. Χρησμ. 11, 31, Βασίλ. 2, 85· τὸ δεκάπληγον Ἰώσηπ.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
1 las diez plagas de Egipto Orac.Sib.11.31, Basil.M.30.85C, Hippol.Haer.8.14.4, PMag.4.3037, Const.App.2.26.2, Cat.Cod.Astr.11(2).161.25.
2 como adj. de las diez plagas μάστιξ Ast.Soph.Hom.23.15, Mac.Aeg.Serm.B 22.2.6, ὀργή Rom.Mel.7.δʹ.4.
Greek Monolingual
δεκάπληγος, -ον (AM)
(το αρσ., θηλ. ή ουδ. ως ουσ.) οι δέκα πληγές της Αιγύπτου.