διαγιγγράζω

Revision as of 18:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

lit.    A tune up: metaph. of a cook, Athenio 1.31 (cj. Dobr.).

Greek (Liddell-Scott)

διαγιγγράζω: χορδίζω, ἐντείνω, Ἀθηνίων Σαμοθρ. 1. 31, ἐκ διορθώσεως τοῦ Dobr., κωμικῶς εἰρημένον περὶ μαγείρου ἐντέχνως κατασκευάζοντος ζωμόν.

Spanish (DGE)

dar el tono, afinar fig. de un cocinero διεγίγγρασ' ὑποκρούσας γλυκεῖ dio el tono adecuado con un toque de mosto a un guiso, Athenio 1.31.

Greek Monolingual

διαγιγγράζω (Α)
χορδίζω μουσικό όργανο
2. μτφ. (για μάγειρο) παρασκευάζω με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + γιγγράς «μικρός αυλός»].