διασποδέω
English (LSJ)
sens. obsc., = Lat. A subigitare, Ar.Ec.939, cf. Hsch. s.v. διεσποδημένη; διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε, Id.
German (Pape)
[Seite 603] beschlafen, Ar. Eccl. 939, VLL. διασείειν.
Greek (Liddell-Scott)
διασποδέω: ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λατ. subagitare, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 939, πρβλ. διακροτέω, Ἡσύχ. ἐν λ. διεσποδημένη καὶ ἐν λ. διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε.
Spanish (DGE)
1 sent. erót. joder διασποδῆσαι ἀνάσιμον ἢ πρεσβυτέραν joder a una chata o una vieja Ar.Ec.939.
2 golpear, sacudir Hsch., cf. en v. pas., Hsch.s.u. διεσποδημένη (prob. en sent. erót., cf. 1)
•quizá destrozar, violentar διεσποδηκώς· διεσπακώς Com.Adesp.1059.11 (quizá tb. en sent. erót., cf. 1).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σποδέω, seks. platneuken.