διασποδέω

Revision as of 18:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

sens. obsc., = Lat.    A subigitare, Ar.Ec.939, cf. Hsch. s.v. διεσποδημένη; διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε, Id.

German (Pape)

[Seite 603] beschlafen, Ar. Eccl. 939, VLL. διασείειν.

Greek (Liddell-Scott)

διασποδέω: ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λατ. subagitare, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 939, πρβλ. διακροτέω, Ἡσύχ. ἐν λ. διεσποδημένη καὶ ἐν λ. διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε.

Spanish (DGE)

1 sent. erót. joder διασποδῆσαι ἀνάσιμον ἢ πρεσβυτέραν joder a una chata o una vieja Ar.Ec.939.
2 golpear, sacudir Hsch., cf. en v. pas., Hsch.s.u. διεσποδημένη (prob. en sent. erót., cf. 1)
quizá destrozar, violentar διεσποδηκώς· διεσπακώς Com.Adesp.1059.11 (quizá tb. en sent. erót., cf. 1).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σποδέω, seks. platneuken.