βολέω
English (LSJ)
A = βάλλω, Theol.Ar.37, Eust.1405.4; in early writers Ep.pf. Pass. βεβόλημαι to be stricken with grief and the like, ἄχεϊ . . βεβολημένος ἦτορ Il.9.9, cf. Od.10.247; πένθεϊ . . βεβολήατο πάντες Il.9.3; ἀμηχανίῃ βεβόλησαι A.R.4.1318; ἀμφασίῃ βεβόλητο Q.S.7.726. II in literal sense, μήτηρ ἀμφ' αὐτὸν βεβολημένη falling about his neck, A.R.1.262; Βοώτης . . ἀντέλλει βεβολημένοσ' Ἀρκτούροιο dominated by Arcturus, Arat.609.