καλεσίχορος
English (LSJ)
[ῐ], ον, only in Ep. form καλεσσ-: A calling forth the dance, calling to the dance, Βρόμιος Orph.L.718.
German (Pape)
[Seite 1307] p. καλεσσίχορος, zum Reigentanz aufrufend, Βρόμιος Orph. Lith. 712.
Greek (Liddell-Scott)
καλεσίχορος: -ον, μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ καλεσσίχορος· προκαλῶν τὸν χορὸν ἢ καλῶν εἰς τὸν χορόν, Βρόμιος Ὀρφ. Λιθ. 712.