καταμαστιγόω
English (LSJ)
A scourge, v.l. in Lib.Decl.26.20 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1363] geißeln, Liban., l. d.
Greek (Liddell-Scott)
καταμαστιγόω: καὶ καταμαστίζω, κτυπῶ ἰσχυρῶς διὰ τῆς μάστιγος, Φιλοστοργ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6.
A scourge, v.l. in Lib.Decl.26.20 (Pass.).
[Seite 1363] geißeln, Liban., l. d.
καταμαστιγόω: καὶ καταμαστίζω, κτυπῶ ἰσχυρῶς διὰ τῆς μάστιγος, Φιλοστοργ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 6.