or κόσται, ῶν, αἱ, A = ἀκοστή, barley, Hsch. II κ., οἱ, kind of fish, Diph.Siph. ap. Ath.8.357a.
(I)
κοσταί και κόσται, αἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κριθαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από εσφ. γρφ. της λ. ἀκοστή].
(II)
κοσταί, οἱ (Α)
είδος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].