κοσταί

Revision as of 09:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

or κόσται, ῶν, αἱ,    A = ἀκοστή, barley, Hsch.    II κ., οἱ, kind of fish, Diph.Siph. ap. Ath.8.357a.

Greek Monolingual

(I)
κοσταί και κόσται, αἱ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κριθαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από εσφ. γρφ. της λ. ἀκοστή].
(II)
κοσταί, οἱ (Α)
είδος ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].