οἱ, A testicles, Arist.Pr.913b20.
κόλυθροι: οἱ, οἱ ὄρχεις, Ἀριστ. Προβλ. 16. 4.
κόλυθροι, οἱ (Α)όρχεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κόλυθρον.
Meaning: testicleSee also: s. κολεόν and σκόλυθρον.
κόλυθροι: {kóluthroi}Grammar: m. pl.Meaning: HodenSee also: s. zu κολεόν.Page 1,905