μακροχρονιότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, = A longinquitas (sic), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μακροχρονιότης: -ητος, ἡ, μῆκος χρόνου ἢ διάρκεια ζωῆς, Γλωσσ.
ητος, ἡ, = A longinquitas (sic), Gloss.
μακροχρονιότης: -ητος, ἡ, μῆκος χρόνου ἢ διάρκεια ζωῆς, Γλωσσ.