μαλακευνέω
English (LSJ)
(εὐνή) A lie on a soft bed, Hp.Insomn.90, prob. in Vict.2.66.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκευνέω: (εὐνὴ) εὐνάζομαι ἐπὶ μαλακῆς εὐνῆς, Ἱππ. 379. 47, κτλ.
(εὐνή) A lie on a soft bed, Hp.Insomn.90, prob. in Vict.2.66.
μᾰλᾰκευνέω: (εὐνὴ) εὐνάζομαι ἐπὶ μαλακῆς εὐνῆς, Ἱππ. 379. 47, κτλ.