μαλακιάω
English (LSJ)
A become soft, τῶν βοῶν, ἂν εἰς τὰς χηλὰς μαλακιῶσι, προσαλείφειν τὰ ἄκρα τῶν κεράτων Plu.2.559f codd. (fort. μαλκίωσι); v. μαλκίω.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκιάω: ἡμαρτημένη γραφ. παρὰ Ξεν. καὶ Πλουτ. ἀντὶ μαλκίω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. μαλακιέω.
Greek Monotonic
μᾰλᾰκιάω: = το επόμ., σε Ξεν., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκιάω: (тж. μ. τὸ σῶμα Luc.) быть слабым или болезненным, прихварывать: μ. εἰς τὰς χηλάς Plut. иметь слабые или больные копыта; αἱ κύνες μαλακιῶσαι τὰς ῥῖνας Xen. собаки с плохо развитым обонянием.
Middle Liddell
μᾰλᾰκιάω, = μαλακίζομαι, Xen., Plut.]