μητρῳσμός
English (LSJ)
Dor. ματρ-, ὁ, (μητρῴζω) A celebration of the festival of Cybele, Phint. ap. Stob.4.23.61,61a (both pl.).
Greek (Liddell-Scott)
μητρῳσμός: Δωρ. ματρ-, ὁ, τὸ ἑορτάζειν τὴν ἑορτὴν τῆς Κυβέλης, Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 23, 445. 22.