μυρτοπέταλον

Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4, Plin.HN27.113.

German (Pape)

[Seite 222] τό, Myrrhenblatt, eine Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτοπέτᾰλον: τό, εἶδος φυτοῦ, τὸ ἄρρεν πολύγονον, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 4, Πλίν. 27. 91.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de plante.
Étymologie: μύρτος, πέταλον.

Greek Monolingual

μυρτοπέταλον, τὸ (Α)
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + πέταλον.