ές, A shipbuilding, τέχναι Man.4.323.
[Seite 232] ές, = ναυπηγός; τέχναι Maneth. 4, 393.
ναυπηγής: -ές, = ναυπηγός, Μανέθων 4. 323.
ναυπηγής, -ές (Α)αυτός που αφορά τη ναυπήγηση ή αυτός που αποβλέπει στη ναυπήγηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. κοινο-πηγής].