οὐρανόπολις

Revision as of 14:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A celestial city, of Rome, Ath.1.20c.

German (Pape)

[Seite 417] ἡ, Himmelsstadt, himmlische, göttliche Stadt, Ath. I, 20 c, von Rom.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνόπολις: -εως, ἡ, ἡ οὐρανία πόλις, ἐπὶ τῆς Ρώμης, Ἀθήν. 20C· ἐπὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, Κλήμ. Ἀλ. 242· ἐπὶ τοῦ Βυζαντίου, Κ. Μανασσ. Χρον. 5493.

Greek Monolingual

οὐρανόπολις, ἡ (ΑΜ)
(ως προσωνυμία της Ρώμης, της Ιερουσαλήμ και της Κωνσταντινούπολης) θεϊκή πόλη, εξαίσια πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + πόλις.