παρακληΐω
English (LSJ)
A v. παρακλείω. παρακληρόω, v. παραπληρόω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ion. c. παρακλείω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. παρακλείω.
Greek Monotonic
παρακληΐω: Ιων. αντί παρακλείω.
Russian (Dvoretsky)
παρακληΐω: ион. = παρακλείω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακληΐω Ion. voor παρακλείω.