περιζωματίας
English (LSJ)
ου, ὁ, A affecting the waist, of shingles, etc., Orib.Fr.102.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο έρπης ζωστήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίζωμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. κτηματ-ίας)].
ου, ὁ, A affecting the waist, of shingles, etc., Orib.Fr.102.
ὁ, Α
ο έρπης ζωστήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίζωμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. κτηματ-ίας)].