προκατατρίβω

Revision as of 18:57, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ],    A crush first, Procop.Goth.4.30.

Greek (Liddell-Scott)

προκατατρίβω: κατατρίβω πρότερον, Προκοπ. Ἱστ. 651Β.

Greek Monolingual

Α
καταστρέφω, αφανίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατατρίβω «φθείρω, αφανίζω»].