προπύργιον

Revision as of 19:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A small outwork, BGU 1734.8 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 741] τό, Vorthürmchen, Schol. Lycophr. 447.

Greek (Liddell-Scott)

προπύργιον: τό, ὡς καὶ νῦν, μικρὸς πύργος κείμενος πρὸ ἄλλων μεγαλειτέρων, προμαχών, προτείχισμα, Γεωργ. Κεδρ. Ἱστ. 414C, κλπ.· τοῦ Ἰλίου τοὺς προπυργίους δόμους Θεοδοσ. Ἀκροάσ. 1, 24.