προσθετέον

Revision as of 19:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A one must add, Pl.Smp.206a, Arist.EN1101a16.    II one must assign, τινί τι X.Mem.2.1.2.    III one must apply, Orib. Fr.1, Aët.16.73, Paul.Aeg.3.66.

Greek (Liddell-Scott)

προσθετέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ προστίθημι, δεῖ προστιθέναι, Πλάτ. Συμπ. 206Α, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 11, 15· οὐκοῦν, ἔφη, καὶ ὅταν ποιεῖν βούλωνται, τὸ δύνασθαι διψῶντα ἀνέχεσθαι τῷ αὐτῷ προσθετέον; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2.

Greek Monotonic

προσθετέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποδωθεί, τινίτι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσθετέον: adj. verb. к προστίθημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσθετέον, adj. verb. van προστίθημι, er moet toegevoegd worden.