προσθετέον
English (LSJ)
A one must add, Pl.Smp.206a, Arist.EN1101a16. II one must assign, τινί τι X.Mem.2.1.2. III one must apply, Orib. Fr.1, Aët.16.73, Paul.Aeg.3.66.
Greek (Liddell-Scott)
προσθετέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ προστίθημι, δεῖ προστιθέναι, Πλάτ. Συμπ. 206Α, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 11, 15· οὐκοῦν, ἔφη, καὶ ὅταν ποιεῖν βούλωνται, τὸ δύνασθαι διψῶντα ἀνέχεσθαι τῷ αὐτῷ προσθετέον; Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 2.
Greek Monotonic
προσθετέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποδωθεί, τινίτι, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσθετέον: adj. verb. к προστίθημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσθετέον, adj. verb. van προστίθημι, er moet toegevoegd worden.