σαρκελάφεια

Revision as of 21:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[λᾰ] (sc. σῦκα), τά,    A venison-figs, a kind so called, Ath.3.78a.

German (Pape)

[Seite 863] σῦκα, eine Feigenart, Ath. III, 78 a, wie Hirschfleisch (?).

Greek (Liddell-Scott)

σαρκελάφεια: (ἐξυπακ. σῦκα) τά, εἶδος σύκων οἱονεὶ ὁμοίων πρὸς σάρκας ἐλάφου, Ἀθήν. 78Α.

Greek Monolingual

τὰ, Α
είδος σύκων που έμοιαζαν με σάρκα ελαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + ἔλαφος + κατάλ. -ειος].