σαρκόρριζος

Revision as of 22:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with a fleshy root, Thphr.HP7.12.1, Od.63.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκόρριζος: -ον, ὁ ἔχων ῥίζας σαρκώδεις, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 12, 1, π. Ὀσμ. 63.

Greek Monolingual

-η, -ο / σαρκόρριζος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδεις ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. λεπτό-ρριζος, φλοιό-ρριζος].