σαθρότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, A unsoundness, weakness, Plot.3.6.2, Corp.Herm.18.2, Eust.187.39.
German (Pape)
[Seite 857] ητος, ἡ, der Zustand eines schwachen, schadhaften, zerbrechlichen Dinges, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σαθρότης: -ητος, ἡ, ἡ τοῦ σαθροῦ κατάστασις, ἀσθένεια, ἐπισφαλές, Εὐστ. 187, 39, Ἐκκλ.