ές, A = σφηκώδης 1, Sch.Nic.Th.805.
σφηκοειδής: -ές, = σφηκώδης, Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 816 καὶ σφηκιώδης, ες, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 387D. - Πρβλ. σφηκώδης.
-ές, Ασφηκώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός «σφήκα» + -ειδής].